προξ

προξ
    πρόξ
    προκός ἥ серна (Cervus dama) Hom., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προξ" в других словарях:

  • πρόξ — roe deer fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξ — προκός, η, ΝΑ νεοελλ. γένος μυρηκαστικών θηλαστικών τής οικογένειας ελαφίδες αρχ. 1. είδος ζαρκαδιού 2. το νεογνό ζαρκαδιού, ζαρκαδάκι 3. (μτφ. για άνθρωπο) δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόξ (< *προκ ς) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • προκῶν — πρόξ roe deer fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκός — πρόξ roe deer fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκα — πρόξ roe deer fem acc sg πρόκα forthwith ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκας — πρόξ roe deer fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκες — πρόξ roe deer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκνός — ή, ό / περκνός, ή, όν, ΝΑ 1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο περκνός α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.) β) το πτηνό πλάγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ νός… …   Dictionary of Greek

  • προκοθηλυμανής — ές, Α θηλυμανής όπως η προξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόξ, προκός «είδος ζαρκαδιού» + θηλυμανής] …   Dictionary of Greek

  • Marmara-Insel — Vorlage:Infobox Insel/Wartung/Fläche fehltVorlage:Infobox Insel/Wartung/Höhe fehlt Marmara Insel Marmara Insel aus der Luft …   Deutsch Wikipedia

  • Marmarainsel — 40.62166666666727.6216666666677Koordinaten: 40° 37′ N, 27° 37′ O …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»